Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η φήμη

  • 1 φήμη

    [фими] ουσ. Θ. молва, слух, слава, репутация,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φήμη

  • 2 известность

    известность ж η φήμη, η διασημότητα пользоваться -ю έχω τη φήμη ◇ поставить в -πληροφορώ, γνωστοποιώ
    * * *
    ж
    η φήμη, η διασημότητα

    по́льзоваться изве́стностью — έχω τη φήμη

    ••

    поста́вить в изве́стность — πληροφορώ, γνωστοποιώ

    Русско-греческий словарь > известность

  • 3 имя

    имя
    с
    1. τό ὀνομα:
    давать \имя ὁνομάζω, δινω ὀνομα· звать кого-л. по имени καλω κάποιον μέ τό μικρό του ὀνομα· йь под чужи́м именем ζῶ μέ ψεύτικο ονομα·
    2. (известность, репутация) τό ονομα, ἡ φήμη:
    доброе \имя τό ἀγαθό ονομα, ἡ καλή φήμή создавать себе \имя δημιουργώ καλή φήμη στον ἐαυτό μου· человек с именем ἀνθρωπος μέ φήμή
    3. грам. τό ὀνομα:
    \имя существительное ὀνομα οὐσιαστικό· \имя собственное κύριο ὀνομα· ◊ от имени кого-л. ἐξ ὁνόματος κάποιου· на чье-л, \имя στό ὀνομα κάποιου· во \имя чего-л. ἐν ὁνόματι...· именем закона ἐν ὁνόματι τοῦ νόμου· библиотека имени Ленина ἡ βιβλιοθήκη Λένιν называть вещи своими именами λέω τά σύκα σύκα καί τή σκάφη σκάφη.

    Русско-новогреческий словарь > имя

  • 4 слава

    -не.
    1. δόξα•

    желать -ы διψώ για δόξα•

    приобрести -у αποκτώ δόξα•

    честь ему и слава τιμή και δόξα σ αυτόν.

    2. φήμη, εύκλεια•

    добрая слава καλή φήμη.

    || (απλ.) άσχημη φήμη ή γνώμη.
    3. διαδόσεις, φήμες.
    4. τραγούδι εγκωμιαστικό.
    εκφρ.
    во -у – για (σε) δόξα•
    на -у – πολύ καλά, υπέροχα, θαυμάσια,εξαιρετικά•
    петь -у кому-чемуβλ. воспевать• только (одна), что... το όνομα (φήμη) μόνο έμεινε (στην πραγματικότητα τίποτε το καλό).

    Большой русско-греческий словарь > слава

  • 5 молва

    θ.
    φήμη, διάδοση•

    стоустная молва χίλιόστομη φήμη•

    о нём идёт худая молва γι αυτόν κυκλοφορεί άσχημη φήμη•

    всеобщая молва γενική κατακραυγή.

    Большой русско-греческий словарь > молва

  • 6 репутация

    репутация ж η φήμη
    * * *
    ж
    η φήμη

    Русско-греческий словарь > репутация

  • 7 слава

    слава ж η δόξα (честь)' η φήμη (известность)
    * * *
    ж
    η δόξα ( честь); η φήμη ( известность)

    Русско-греческий словарь > слава

  • 8 слух

    слух м 1) η ακοή 2) (молва) η φήμη, η διάδοση
    * * *
    м
    1) η ακοή
    2) ( молва) η φήμη, η διάδοση

    Русско-греческий словарь > слух

  • 9 известность

    извест||ность
    ж ἡ διασημότητα, ἡ φήμη, ἡ δόξα; пользующийся мировой \известностьностъю πού ἔχει παγκόσμια φήμη, πού εἶναι παγκόσμια γνωστός· поставить кого́-л. в \известностьность γνωστοποιώ σέ κάποιον, ἐ!δοποιῶ, πληροφορώ, κάνω γνωστό.

    Русско-новогреческий словарь > известность

  • 10 слава

    слава
    ж
    1. ἡ δόξα·
    2. (репутация) ἡ φήμη, ἡ ὑπόληψη [-ις]:
    добрая \слава ἡ καλή φήμη· ◊ на \славау разг θαυμάσια

    Русско-новогреческий словарь > слава

  • 11 слух

    слух
    м
    1. ἡ ἀκοή/ τό αὐτί (музыкальный):
    острый \слух ἡ ὀξεϊα ἀκοή· хороший \слух τό καλό (μουσικό) αὐτί· плохой \слух τό κακό (μουσικό) αὐτί· играть по \слуху παίζω χωρίς νότες, παίζω μέ τ' αὐτί· резать \слух χτυπάω στ' αὐτιά, σπάω τ' αὐτιά, ἐρεθίζω τήν ἀκοή·
    2. (молва) ἡ φήμη, ἡ διάδοση[-ις]:
    по \слухам ὅπως διαδίδεται, ἀπ' ὅτι ἀκούγεται· я его́ знаю лишь по \слухам ἀκουστά τόν ἔχω, τόν γνωρίζω μόνο ἐκ φήμης· ходят \слухи, что... κυκλοφορεί ἡ φήμη, ὅτι..., φημολογείται, ὅτι..., διαδίδεται ὅτι...· ◊ он весь обратился в \слух τέντωσε τ' αὐτιά του, Εγινε ὅλος αὐτιά· -о нем ни \слуху ни духу γι ' αὐτόν ὁδτε φωνή ὁὔτε ἀκρόαση.

    Русско-новогреческий словарь > слух

  • 12 имя

    имени, πλθ. имена, имен, именам ουδ.
    1. όνομα•

    по имени Пётр ονομάζομαι Πρτρος•

    знать кого по имени ξέρω κάποιον ονομαστικά•

    крестное имя βαφτιστικό όνομα•

    имя и фамилия ονοματεπώνυμο.

    || ονομασία•

    имя судна όνομα σκάφους•

    под именем με το όνομα (που φέρει το όνομα).

    2. φήμη•

    человек с большим именем άνθρωπος με μεγάλο όνομα•

    крупные имена τα μεγάλα ονόματα (οι φημισμένοι, οι ξακουστοί)•

    очернить чьё-то доброе имя αμαυρώνω τη φήμη κάποιου.

    3. (γραμμ.) όνομα•

    имя существительное όνομα ουσιαστικό.

    εκφρ.
    именем – στο όνομα, εν ονόματι•
    именем закона – στο όνομα του νόμου•
    во имя – στο όνομα, χάριν, για χάρη, προς όφελος•
    на имя – στο όνομα, επ ονόματι•
    заявление на имя директора – αίτηση στο διευθυντή (και με το ονοματεπώνυμο του)•
    на своё имя – στο όνομα μου, επ ονόματι μου•
    от имени кого – εξ ονόματος κάποιου•
    с именем – με όνομα, ονομαστός, ξακουστός•
    от моего имени – εξ ονόματος μου•
    только по имени – μόνο γ ία το όνομα, για τον τύπο, τυπικά.

    Большой русско-греческий словарь > имя

  • 13 рептильный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно; μτφ. χαμερπής, ευτελής, ξεφτιλισμένος• πουλημένος•

    -ая газета ξεφτιλισμένη εφημερίδα•

    -ая критика ευτελής κριτική.,репутация

    θ.
    φήμη, όνομα• υπόληψη•

    не-запятная рептильный ακηλίδωτη φήμη.

    Большой русско-греческий словарь > рептильный

  • 14 слух

    α.
    1. ακοή• αυτί•

    ухо слух орган -а το αυτί είναι όργανο της ακοής•

    острый слух οξεία ακοή•

    это противно -у αυτό χτυπά άσχημα στο αυτί.

    || μουσική αίσθηση, αυτί•

    играть, петь по -у παίζω, τραγουδώ με το αυτί (χωρίς νότες)•

    музыкальный слух μουσικό αυτί•

    хороший слух καλό (μουσικό) αυτί.

    2. μτφ. είδηση, αγγελία, φήμη•

    циркулировали разные -и κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες•

    о них не было -а γι αυτούς δεν υπήρχε καμιά είδηση.

    εκφρ.
    на слух – με το αυτί, εξ ακοής, αφουγκρα-ζόμενος•
    по -ам – ακουστά•
    я его знаю только по -ам – τον έχω μόνο ακουστά•
    обратиться ή превратиться в слух – εντείνω την ακοή, τεντώνω τ αυτί, είμαι όλος αυτιά•
    ходит слух – κυκλοφορεί η φήμη, φημολογείται.

    Большой русско-греческий словарь > слух

  • 15 реноме

    η φήμη, το όνομα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > реноме

  • 16 репутация

    η φήμη, το όνομα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > репутация

  • 17 всемирный

    всемирн||ый
    прил παγκόσμιος:
    \всемирныйая известность ἡ παγκόσμια φήμη· Всемирный конгресс сторонников мира τό Παγκόσμιο Συνέδριο τῶν ὀπαδῶν τής εί-ρήνης· Всемирная федерация профсоюзов ἡ Παγκόσμια συνδικαλιστική ὁμοσπονδία.

    Русско-новогреческий словарь > всемирный

  • 18 громкий

    громк||ий
    прил
    1. μεγαλόφωνος, δυνατός, ἡχηρός:
    \громкий смех τό ἡχηρό γέλιο· \громкий голос ἡ δυνατή φωνή· кричать \громкийим голосом φωνάζω δυνατά·
    2. перен (известный) μεγάλος, φημισμένος, ξακουστός:
    \громкийое имя τό ξακουστό ὀνομα· \громкийая слава ἡ μεγάλη φήμη· \громкийое дело ἡ παταγώδης ὑπόθεση·
    3. (напыщенный) στομφώδης, φουσκωμένος:
    \громкийие фразы τά ιταχειά λόγια, τά μεγάλα λόγια· \громкийие слова τά φουσκωμένα λόγια.

    Русско-новогреческий словарь > громкий

  • 19 добрый

    добр||ый
    прил καλός, ἀγαθός:
    \добрыйые люди οἱ καλοί ἀνθρωποι· \добрый человек ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος· вы слишком \добрыйы ко мие μεγάλη ἡ καλωσύνη σας· ◊ \добрый малый καλός ἄνθρωπος, καλό παιδί, λεβεν-τόπαιδο· \добрыйое имя τό καλό ὀνομα, ἡ καλή φήμη· в \добрый час! ἡ ῶρα ἡ καλή! \добрыйое у́тро!, \добрый день! καλημέρα!· \добрый вечер! καλησπέρα (σας)!· \добрыйой но́чи! καληνύχτα!· всего́ \добрыйого! χαίρετε!, γεια χαρά!, καλή τύχη!· будьте \добрыйы! εὐαρε-στηθήτε νά!, ἐχετε τήν καλωσύνη νά!· \добрыйых три часа ὁλόκληρες τρεϊς ὠρες· чего́ \добрыйого он уедет μπορεί καί νά φύγει· \добрыйая половина τό μισό· по \добрыйой во́ле. εθελοντικά, ἐκούσια· люди \добрыйой воли οἱ ἄνθρωποι καλής θέλησης.

    Русско-новогреческий словарь > добрый

  • 20 знаменитость

    знаменитость
    ж ἡ φήμη, ἡ διασημό-τητα [-ης]:
    стать \знаменитостьостью γίνομαι διάσημος.

    Русско-новогреческий словарь > знаменитость

См. также в других словарях:

  • φήμη η — φήμη, η 1. διάδοση, ό,τι διαδίδεται ανεύθυνα από στόμα σε στόμα, ανεξακρίβωτη είδηση: Υπάρχει η φήμη ότι θα γίνουν σύντομα εκλογές. 2. (νομ.), η κυκλοφορία διάδοσης στο κοινό για τη διάπραξη κάποιου αδικήματος. 3. η καλή ή κακή γνώμη για κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φήμη — a. fem nom/voc sg (attic epic ionic) φή̱μη , φῆμις speech fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φήμῃ — φήμη a. fem dat sg (attic epic ionic) φή̱μηι , φῆμις speech fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φήμη — Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση της μετάδοσης του λόγου, των παραδόσεων, των διηγήσεων κλπ. Θεωρούνταν κυρίως η θεά της αναγγελίας των νικών στους αθλητικούς αγώνες και γι’ αυτό οι ποιητές τη χαρακτήριζαν πτερόεσσα, πολύλαλο,… …   Dictionary of Greek

  • Φήμη δ’οὔις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥντινα πολλοὶ… — См. Глас народа, глас Божий …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φήμη γε μέντοι δημόθρους μέγα σθένει. — См. Глас народа, глас Божий …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • φήμηι — φήμῃ , φήμη a. fem dat sg (attic epic ionic) φή̱μηι , φῆμις speech fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φημῶν — φήμη a. fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φᾶμαι — φήμη a. fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φῆμαι — φήμη a. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φήμαις — φήμη a. fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»